- τευθίς
- Αρχαία πόλη κοντά στον Ορχομενό της Αρκαδίας, που οι περισσότεροι κάτοικοί της μετοίκησαν στη Μεγαλόπολη, όταν αυτή ιδρύθηκε ως Κοινόν των Αρκάδων. Ο Παυσανίας αναφέρει, πως είδε εκεί ιερά της Άρτεμης, της Αφροδίτης και της Αθηνάς, και λέει μάλιστα πως το άγαλμα της Αθηνάς παρίστανε τη θεά τραυματισμένη στον μηρό. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο βασιλιάς της T., που είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, διαφώνησε με τον Αγαμέμνονα στην Αυλίδα και δήλωσε, ότι αποχωρεί από την εκστρατεία. Η θεά Αθηνά, πήγε να τον εμποδίσει να πραγματοποιήσει την απόφασή του, και αυτός την τραυμάτισε.
* * *-ίδος, η, ΝΑ(στα νεοελλ. λόγιος τ.) γένος κεφαλόποδων μαλακίων ένα είδος τού οποίου είναι το κοινώς σήμερα γνωστό καλαμάριαρχ.είδος ζυμαρικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. τα τοπωνύμια Τευθίς στην Αρκαδία και Τευθέα στην Αχαΐα, καθώς και το ανδρων. Τεῦθος, που αντιστοιχεί πιθ. στο μυκην. teuto). Κατ' ἀλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με τον τ. τεύθριον. Για τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί βλ. λ. τεύθριον].
Dictionary of Greek. 2013.